σαρσέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρσέλα οι σαρσέλες
      γενική της σαρσέλας των σαρσέλων
    αιτιατική τη σαρσέλα τις σαρσέλες
     κλητική σαρσέλα σαρσέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαρσέλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαρσέλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]