σηροτροφείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηροτροφείο < σηροτρόφος + -είο
- (μαρτυρείται από το 1893)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ɾo.tɾoˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐ρο‐τρο‐φεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σηροτροφείο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σηροτρόφος, σηρ και τρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηροτροφείο
|