σησαμοπολτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σησαμοπολτός αρσενικό
- ο παχύρρευστος πολτός που προέρχεται από κατεργασία σπόρων σουσαμιάς, μετά την αποφλοίωση, έκθλιψη και την αφαίρεση του σησαμελαίου και που χρησιμοποιείται στη παρασκευή ταχινόσουπας, χαλβά. παστελιών κ.ά..
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σησαμοπολτός
|