σιδερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιδερώνω < σίδερο + -ώνω

σιδερώνω (παθητική φωνή: σιδερώνομαι)

  1. πιέζω ένα ζεστό σίδερο πάνω σε πλυμένα ρούχα, για να γίνει η επιφάνειά τους τελείως ίσια, να φύγουν οι τσαλάκες
  2. τοποθετώ σίδερα στα καλούπια σε οικοδομή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]