σιδερωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σιδερωτός
- που τον έχουν σιδερώσει, …
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιδερωτός
|