σισύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σισύρα οι σισύρες
      γενική της σισύρας των σισυρών
    αιτιατική τη σισύρα τις σισύρες
     κλητική σισύρα σισύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σισύρα < αρχαία ελληνική σισύρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σισύρα θηλυκό

  • πανωφόρι από συρραφή διαφόρων τεμαχίων γούνας ζώων <refΕπίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2598.</ref>

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]