σιτιοδόχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιτιοδόχη οι σιτιοδόχες
      γενική της σιτιοδόχης των σιτιοδοχών
    αιτιατική τη σιτιοδόχη τις σιτιοδόχες
     κλητική σιτιοδόχη σιτιοδόχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιτιοδόχη < σιτίο + -ο- + -δόχη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ti.oˈðo.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐τι‐ο‐δό‐χη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιτιοδόχη θηλυκό

  • αδιάβροχη τσάντα όπου βάζουν οι στρατιώτες το κολατσιό τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)