σκιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκιτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) μπαλωματής
- ο κακός τεχνίτης, που δεν ξέρει ή δεν κάνει καλά τη δουλειά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκιτζής
|