σκιτσογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκιτσογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο άνθρωπος που κάνει σκίτσα σε περιοδικά ή σε κάποια ταινία κινουμένων σχεδίων.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκιτσογράφος
|