σκυλοτροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυλοτροφή οι σκυλοτροφές
      γενική της σκυλοτροφής των σκυλοτροφών
    αιτιατική τη σκυλοτροφή τις σκυλοτροφές
     κλητική σκυλοτροφή σκυλοτροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκυλοτροφή < σκύλος + τροφή
Μια γαβάθα με σκυλοτροφή.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκυλοτροφή θηλυκό

  • τροφή ειδικά επεξεργασμένη για σκύλους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]