σμάλτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμάλτωση | οι | σμαλτώσεις |
γενική | της | σμάλτωσης* | των | σμαλτώσεων |
αιτιατική | τη | σμάλτωση | τις | σμαλτώσεις |
κλητική | σμάλτωση | σμαλτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σμαλτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμάλτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σμαλτώνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμάλτωση
|