σπειραματονεφρίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπειραματονεφρίτιδα < σπειράματα + νεφρό + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπειραματονεφρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή των σπειραμάτων του νεφρού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπειραματονεφρίτιδα
|