στηλιτευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στηλιτευτής < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική στηλιτευτής < (ελληνιστική κοινή) στηλιτεύ(ω) + -τής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sti.li.teˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στη‐λι‐τευ‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στηλιτευτής αρσενικό
- εκείνος που στηλιτεύει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στηλιτευτής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- στηλιτεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στηλιτευτής < ελληνιστική κοινή στηλιτεύ(ω) + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στηλιτευτής αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- στηλιτευτής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)