στραγαλατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραγαλατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που παρασκευάζει στραγάλια,· αυτός που πουλάει στραγάλια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- παλαιότερα οι στραγαλατζήδες ήταν πλανόδιοι πωλητές ξηρών καρπών, που μετέφεραν την πραμάτεια τους είτε σε μικρό καλάθι, είτε σε πρόχειρο πάγκο,
- καλούνταν περισσότερο στραγαλατζήδες αντί φιστικατζήδες από τη σειρά που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους: "στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπο".