στραγαλατζίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στραγαλατζίδικο < στραγαλατζής + -ίδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραγαλατζίδικο ουδέτερο
- το κατάστημα του στραγαλατζή, εκεί όπου φτιάχνονται ή/και πωλούνται στραγάλια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις στραγάλι και αστράγαλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραγαλατζίδικο
|