στραπατσάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στραπατσάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική strapazzada
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραπατσάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) ομελέτα με χτυπημένα αβγά μαγειρεμένα σε σάλτσα ντομάτας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραπατσάδα
|