στρατολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατολόγος < στρατολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρατολόγος αρσενικό
- Ο υπεύθυνος για τη στρατολογία αξιωματικός.
- Ο στρατολόγος θα πάρει συνέντευξη από τους υποψήφιους νεοσύλλεκτους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατολόγος