συγκεντρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκεντρωτής < συγκεντρώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκεντρωτής αρσενικό
- (πληροφορική) η πλήμνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκεντρωτής
→ δείτε τη λέξη πλήμνη |