συνωμότις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνωμότις αἱ συνωμότιδες
      γενική τῆς συνωμότιδος τῶν συνωμοτίδων
      δοτική τῇ συνωμότιδι ταῖς συνωμότισι(ν)
    αιτιατική τὴν συνωμότιν τὰς συνωμότιδᾰς
     κλητική ! συνωμότι συνωμότιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνωμότις, -ιδος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]