σφυγμογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφυγμογράφος οι σφυγμογράφοι
      γενική του σφυγμογράφου των σφυγμογράφων
    αιτιατική τον σφυγμογράφο τους σφυγμογράφους
     κλητική σφυγμογράφε σφυγμογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφυγμογράφος < σφυγμό(ς) + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφυγμογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]