σύρριζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σύριζα, ΣΥΡΙΖΑ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύρριζα < ελληνιστική κοινή σύρριζος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

σύρριζα

  1. από τη ρίζα, από τη βάση
  2. ως τη ρίζα, ως τη βάση
  3. κοντά σε μια επιφάνεια, σ’ ένα σημείο αναφοράς
    ※  Στάθηκα στο ίσιωμα του ιερού, σύρριζα στο χείλος του γκρεμού, και αισθάνθηκα δέος από το ύψος και την επιβλητικότητα του τοπίου. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής [διήγημα])

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]