τέως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέως (κάποτε, μέχρι τώρα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέ‐ως

Επίθετο

[επεξεργασία]

τέως άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Η λέξη πρώην χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε κατείχε στο παρελθόν μια ιδιότητα ή αξίωμα, ενώ η λέξη τέως χρησιμοποιείται γιʼ αυτόν που κατείχε την ιδιότητα ή το αξίωμα αμέσως πριν από τον σημερινό κάτοχο ή είναι ο τελευταίος που το κατείχε
    ⮡  Ήταν όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τέως < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂wot

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τέως