τετράγγουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετράγγουρο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία είδους του φυτού πεπονιά
- (επιτακτικό) πολύ μεγάλο αγγούρι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- τετράγγουρον (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράγγουρο
|