τραμπουκισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραμπουκισμός οι τραμπουκισμοί
      γενική του τραμπουκισμού των τραμπουκισμών
    αιτιατική τον τραμπουκισμό τους τραμπουκισμούς
     κλητική τραμπουκισμέ τραμπουκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραμπουκισμός < τραμπούκος + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραμπουκισμός αρσενικό

  • η θρασύτατη και βίαια συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον τραμπούκο
    ένα από τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις παρακρατικές οργανώσεις είναι οι τραμπουκισμοί των μελών τους κατά τη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]