υγειονομικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το υγειονομικό
      γενική του υγειονομικού
    αιτιατική το υγειονομικό
     κλητική υγειονομικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υγειονομικό ουδέτερο

  1. η υπηρεσία που ασχολείται με τη δημόσια υγεία
  2. το υγειονομικό σώμα, το τμήμα ενός στρατού που περιλαμβάνει γιατρούς και νοσοκόμους και περιθάλπει τους άρρωστους ή τραυματίες στρατιώτες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

υγειονομικό