φέξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φέξιμο | τα | φεξίματα |
γενική | του | φεξίματος | των | φεξιμάτων |
αιτιατική | το | φέξιμο | τα | φεξίματα |
κλητική | φέξιμο | φεξίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φέξιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φέγγω