φαιδρολόγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαιδρολόγημα τα φαιδρολογήματα
      γενική του φαιδρολογήματος των φαιδρολογημάτων
    αιτιατική το φαιδρολόγημα τα φαιδρολογήματα
     κλητική φαιδρολόγημα φαιδρολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαιδρολόγημα < φαιδρολογ(ώ) + -ημα, (μαρτυρείται από το 1891)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fe.ðɾoˈlo.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαι‐δρο‐λό‐γη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαιδρολόγημα ουδέτερο (λόγιο)

  1. λόγος που προκαλεί χαρά και ευχαρίστηση
  2. λόγος που περιέχει γελοιότητες και κενολογίες και δεν λαμβάνεται στα σοβαρά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)