φαιδρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fe.ðɾo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαι‐δρο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαιδρολογία θηλυκό