φασαρίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φασαρίας | οι | φασαρίες |
γενική | του | φασαρία | των | φασαριών |
αιτιατική | τον | φασαρία | τους | φασαρίες |
κλητική | φασαρία | φασαρίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φασαρίας < φασαρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φασαρίας αρσενικό
- που κάνει φασαρία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φασαρίας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φασαρίας θηλυκό