πασπάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασπάτης η πασπάτα το πασπάτικο
      γενική του πασπάτη της πασπάτας του πασπάτικου
    αιτιατική τον πασπάτη την πασπάτα το πασπάτικο
     κλητική πασπάτη πασπάτα πασπάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασπάτηδες οι πασπάτες τα πασπάτικα
      γενική των πασπάτηδων των πασπάτικων
    αιτιατική τους πασπάτηδες τις πασπάτες τα πασπάτικα
     κλητική πασπάτηδες πασπάτες πασπάτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασπάτης < μεσαιωνική ελληνική πασπατ(εύω)[1] + -ης

Επίθετο[επεξεργασία]

πασπάτης, -α, -ικο (σπάνιο)

  1. χασομέρης
  2. φασαρίας, ανακατωσούρας[2]

Συγγενικά[επεξεργασία]

ιδιωματικά:[2][1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 248.
  2. 2,0 2,1 Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σσ. 164-165.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • πασπάτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)