φλόγισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόγισμα τα φλογίσματα
      γενική του φλογίσματος των φλογισμάτων
    αιτιατική το φλόγισμα τα φλογίσματα
     κλητική φλόγισμα φλογίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλόγισμα < φλογίζω, φλογισ- + -μα. Διαφορετική η ελληνιστική φλόγισμα. [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλόγισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόγισμα τα φλογίσματα
      γενική του φλογίσματος των φλογισμάτων
    αιτιατική το φλόγισμα τα φλογίσματα
     κλητική φλόγισμα φλογίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλόγισμα < αρχαία ελληνική φλογίζω, φλογισ- + -μα < φλόξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλόγισμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) φουσκάλα
  2. (ελληνιστική κοινή) φλύκταινα
  3. (ελληνιστική κοινή) φυσαλίδα

Πηγές[επεξεργασία]