φλόμωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόμωμα τα φλομώματα
      γενική του φλομώματος των φλομωμάτων
    αιτιατική το φλόμωμα τα φλομώματα
     κλητική φλόμωμα φλομώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλόμωμα < φλομώνω < φλόμος (φυτο με ναρκωτικό εκχύλισμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλόμωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]