φτάσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfta.si.mo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτάσιμο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φθάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτάσιμο
|