φυσεκλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυσεκλίκι | τα | φυσεκλίκια |
γενική | του | φυσεκλικιού | των | φυσεκλικιών |
αιτιατική | το | φυσεκλίκι | τα | φυσεκλίκια |
κλητική | φυσεκλίκι | φυσεκλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.seˈkli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σε‐κλί‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσεκλίκι ουδέτερο
- άλλη γραφή του φισεκλίκι (το ύψιλον, από το φυσίγγιο αντί του φισέκι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσεκλίκι
→ δείτε τη λέξη φισεκλίκι |