χαμηλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμηλά < χαμηλ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χαμηλά, συγκριτικός: χαμηλότερα, υπερθετικός:  χαμηλότατα (τοπικό επίρρημα)

  1. σε μικρό υψόμετρο
  2. (μεταφορικά) για κάποιον που χάνει το ήθος του, την αξιοπρέπειά του ή την κοινωνική του θέση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαμηλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (γεωγραφία) ζώνη μικρού υψομέτρου
  2. (μετεωρολογία) ζώνη μικρής βαρομετρικής πίεσης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

χαμηλά