χαμομηλόλαδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμομηλόλαδο < χαμομήλ(ι) + -ό- + -λαδο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμομηλόλαδο ουδέτερο
- καλλυντικό που παρασκευάζεται με ένα μέρος αποξηραμένου χαμομηλιού και ένα μέρος λαδιού σε γιάλινο βάζο, το οποίο θερμαίνεται ήπια επί αρκετές ώρες σε διπλό μπεν μαρί (χωρίς το βάζο να έρχεται σε επαφή με το ζεστό νερό) και που μετά καθαρίζεται με σουρωτήρι και γάζες ώστε το έλαιο να μην έχει υπολείμματα φυτού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμομηλόλαδο
|