χαμόι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμόι τα χαμόγια
      γενική του χαμογιού των χαμογιών
    αιτιατική το χαμόι τα χαμόγια
     κλητική χαμόι χαμόγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμόι < χάμ(ω) + -ο- + -όι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμόι ουδέτερο

  • χαμηλό σε ύψος και πολύ φτωχικό σπίτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]