χαραγματιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαραγματιά | οι | χαραγματιές |
γενική | της | χαραγματιάς | των | χαραγματιών |
αιτιατική | τη | χαραγματιά | τις | χαραγματιές |
κλητική | χαραγματιά | χαραγματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαραγματιά και χαραματιά θηλυκό
- το αποτέλεσμα του χαράζω, το σημάδι που δημιουργείται όταν χαράζουμε μια επιφάνεια
- ※ γιά νά γραπώσουν μέ τά νύχια τους κάποιο ποντικάκι πού εἶχε τήν ἀπερισκεψία νά ἐμφανιστεῖ ἀμέριμνο μέσα ἀπό κάποια χαραγματιά τῆς στέγης (Νέα Εστία, τεύχος 1775, 2005, σελ. 260)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαραγματιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)