χοροδιδασκαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοροδιδασκαλία < αρχαία ελληνική χοροδιδασκαλία < χοροδιδάσκαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοροδιδασκαλία θηλυκό
- η διδασκαλία χορών, η δουλειά ενός χοροδιδασκάλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοροδιδασκαλία
|