ψαρογένης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαρογένης < μεσαιωνική ελληνική από το ψαρός και το γένι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψαρογένης αρσενικό
- ο μεσόκοπος, που έχει αρχίσει να γκριζάρει και το γένι του (αντίστοιχο του ψαρομάλλης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαρογένης
|