ψευδοκλασικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδοκλασικισμός < ψευδο- + κλασικισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοκλασικισμός αρσενικό
- η κακή, ανούσια και επιφανειακή μίμηση του κλασικισμού ή των έργων της κλασικής αρχαιότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ψευδής, κλασικισμός και κλασικός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδοκλασικισμός
|