ψωμομαντίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωμομαντίλα οι ψωμομαντίλες
      γενική της ψωμομαντίλας
    αιτιατική την ψωμομαντίλα τις ψωμομαντίλες
     κλητική ψωμομαντίλα ψωμομαντίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωμομαντίλα < ψωμο- + μαντίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψωμομαντίλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)