ἔοικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἔοικα: παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του αμάρτυρου ρήματος *εἴκω (όχι του εἴκω που σήμαινε ενδίδω) με θέματα εἰκ-m οἰκ- και ικ-
Ρήμα[επεξεργασία]
ἔοικα
- μοιάζω, είμαι όμοιος με, φαίνομαι, φαίνομαι πιθανός, μάλλον είμαι
- ↪ ἔοικε σημαίνοντι... (θα έλεγα ότι σημαίνει, μοιάζει να σημαίνει...)
- ↪ ἔοικεν τοῦτο ἀτόπῳ (σαν να μη στέκει αυτό)
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- ↪ ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ
- μοιάζω να σου τραγωδώ λες και είσαι θεός, μοιάζει, είναι σαν να τραγουδώ σε θεό
- ↪ ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ
- (απρόσωπο στο γ΄ πρόσωπο) φαίνεται, έτσι μοιάζει
- ↪ ὡς ἔοικε (όπως φαίνεται)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μετοχή στις μορφές:
- ἐοικώς, ἐοικυῖα, ἐοικός
- εἰκώς, εἰκυῖα, εἰκός
- οἰκώς, οἰκυῖα, οἰκός (ιωνικός τύπος )
Ουσιαστικοποιημένα
- ουδέτερο: ἐοικός / εἰκός / οἰκός
- ουδέτερο, πληθυντικός: ἐοικότα / εἰκότα / οἰκότα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- → λείπει η κλίση
- απαντούν οι τύποι (συνήθως στο γ ' πρόσωπο):
- παρατ.εἶκα, μέλλοντας εἴξω, αόρ. εἶξα παρακ. ἔοικα υπερσ. ἐᾠκειν-ᾔκειν με σημασία παρατατικού απαρ. ἐοικέναι-εἰκέναι'
Πηγές[επεξεργασία]
- ἔοικα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔοικα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.