Αλέγκρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλέγκρα | οι | Αλέγκρες |
γενική | της | Αλέγκρας | — | |
αιτιατική | την | Αλέγκρα | τις | Αλέγκρες |
κλητική | Αλέγκρα | Αλέγκρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Αλέγκρα < άμεσο δάνειο από την εβραιοϊσπανική , (אלגרה [ah-lay'-grah] ; λατινικοί χαρακτήρες: Alegra)·[1] στα ισπανικά alegrar: χαίρομαι, είμαι χαρούμενος[2]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλέγκρα θηλυκό
- σεφαραδίτικο γυναικείο όνομα
- ※ (Αλέγκρα Αττάς): Γεννήθηκε το 1919 στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον περιορισμό της από την Γκεστάπο στο γκέτο της συνοικίας Βαρόνου Χιρς στη Θεσσαλονίκη, εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς.
- Χάιντς Κούνιο, «“Τα ονόματα των αριθμών”: Η τραγική τύχη 46 Εβραίων της Θεσσαλονίκης», Χρονικά 215 (Ιούνιος 2005), σ. 7.
- ※ Ο Τάκης ο δικός μου ήταν φίλος από παλιά με την Αλέγκρα,[3] εβραία ήταν αυτή απ' τα Τρίκαλα, κομουνίστρια, απ' τα κεφάλια τα μεγάλα πού 'χανε αναλάβει κι οργάνωναν την αντίσταση στη Θεσσαλία.
- Λένα Διβάνη, Ενικός αριθμός. Μυθιστόρημα (Αθήνα: Καστανιώτης, 2009, ISBN 9789600333282), σ. 289.
- ※ […] μπριόζα και αλέγρα, όνομα και πράγμα, εφόσον Αλέγκρα ήταν το όνομά της, Αλίκη το χαϊδευτικό της, με καταγωγή από τη σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη.
- Επίκουρος (Αλβέρτος Αρούχ), Η γεύση της μνήμης. Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων (Αθήνα: Ίκαρος, 2014, ISBN 978-960-572-020-9) [1].
- ※ (Αλέγκρα Αττάς): Γεννήθηκε το 1919 στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον περιορισμό της από την Γκεστάπο στο γκέτο της συνοικίας Βαρόνου Χιρς στη Θεσσαλονίκη, εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Αλέγκρα < μεταγραφή για την ιταλική Allegra
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλέγκρα θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο όνομα, απλοποιημένη γραφή του Αλλέγκρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - ονόματα από τα εβραιοϊσπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα εβραιοϊσπανικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - ονόματα από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)