Αμάλθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀμάλθεια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμάλθεια οι Αμάλθειες
      γενική της Αμάλθειας
Αμαλθείας
των Αμαλθειών
    αιτιατική την Αμάλθεια τις Αμάλθειες
     κλητική Αμάλθεια Αμάλθειες
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αμάλθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀμάλθεια [1] [2]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αμάλθεια θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) η τροφός (κατσίκα ή νύμφη) που θήλασε τον Δία
  2. γυναικείο όνομα
  3. (αστρονομία) ο πέμπτος μεγαλύτερος δορυφόρος του Δία

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Αμάλθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ΑμάλθειαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)