Απόστολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απόστολος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Απόστολος οι Απόστολοι
      γενική του Αποστόλου
Απόστολου
των Αποστόλων
    αιτιατική τον Απόστολο τους Αποστόλους
Απόστολους
     κλητική Απόστολε Απόστολοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Απόστολος < ελληνιστική κοινή ἀπόστολος < αρχαία ελληνική ἀπόστολος (αγγελιοφόρος, πρεσβευτής) < ἀποστέλλω < ἀπό + στέλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.sto.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐πό‐στο‐λος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Απόστολος αρσενικό

  1. (χριστιανισμός)
    1. μαθητής του Χριστού (καθένας από τους δώδεκα)
    2. (κατ’ επέκταση) βιβλίο που περιέχει τα κείμενα Πράξεις των Αποστόλων καθώς και τις Αποστολικές επιστολές ή αποσπάσματά τους
    3. (κατ’ επέκταση) το απόσπασμα από το παραπάνω βιβλίο που διαβάζεται στη Θεία Λειτουργία πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου
  2. (μεταφορικά) → δείτε τη λέξη απόστολος
  3. ανδρικό όνομα (θηλυκό Αποστολία)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

επώνυμα:

→ δείτε και  Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Απόστολος' στο Βικιλεξικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]