Δανιήλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ο προφήτης Δανιήλ, έργο του Οράς Βερνέ (1789-1863)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δανιήλ < ελληνιστική κοινή Δανιήλ, (απόδοση) εβραϊκή דניּאל (daniyél) σημασία: Κριτής μου είναι ο Θεός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ða.niˈil/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δα‐νι‐ήλ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δανιήλ αρσενικό άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  3. (θρησκεία) Ιουδαίος προφήτης που έζησε πιθανόν κατά τον 6-7ο αιώνα π.Χ. και στον οποίο αποδίδεται ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
  4. (θρησκεία) εικοστό έβδομο βιβλίο της Βίβλου, αποτελούμενο από δώδεκα κεφάλαια.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δανιήλ < (απόδοση) εβραϊκή דניּאל

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δανιήλ αρσενικό άκλιτο