Δημητρούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δημητρούλα οι Δημητρούλες
      γενική της Δημητρούλας
    αιτιατική τη Δημητρούλα τις Δημητρούλες
     κλητική Δημητρούλα Δημητρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.miˈtɾu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δη‐μη‐τρού‐λα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Δημητρούλα < Δήμητρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δημητρούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δήμητρα

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Δημητρούλα < γενική ενικού του αρσενικού Δημητρούλας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δημητρούλα θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Δημητρούλα αρσενικό