Ζάλογγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ζάλογγο τα Ζάλογγα
      γενική του Ζαλόγγου
Ζάλογγου
των Ζαλόγγων
    αιτιατική το Ζάλογγο τα Ζάλογγα
     κλητική Ζάλογγο Ζάλογγα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ζάλογγο < σλαβικής προέλευσης za (πίσω) + σλαβικής προέλευσης lǫgъ (άλσος, δάσος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈza.loŋ.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζά‐λογ‐γο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ζάλογγο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]