Χρήστης:Angeloflol/Prepositions and prepositional phrases

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Μία σελίδα για την κατανόηση των προθέσεων και των προθετικών φράσεων στα αγγλικά. Αναμένονται βελτιώσεις και συμπλήρωση.

Prepositions and prepositional phrases[επεξεργασία]

Τα βασικά[επεξεργασία]

Προθέσεις χρόνου[επεξεργασία]

Πρόθεση χρόνου Χρήση Παραδείγματα
at
  1. με συγκεκριμένες στιγμές, με ώρες
  2. με τα: at night / at the weekend[1]
  3. με συγκεκριμένες φράσεις, όπως: at present, at the age of, at the moment, at the same time κ.λπ.
  1. Max arrived at dinnertime, at about 6pm. - Ο Μαξ έφτασε στην ώρα του δείπνου κατά τις 6μμ.
  2. You mustn't walk alone at night. - Δεν πρέπει να περπατάς μόνος τη νύχτα.
  3. The administrator is not in his office at present / at the moment. - Ο διαχειριστής δεν είναι στο γραφείο του τώρα / αυτήν τη στιγμή.
in
  1. με τμήματα χρόνων, μηνών, ημερών, εποχών, ιστορικών περιόδων
  2. για να αναφερθούμε σε κάποια στιγμή στο μέλλον
  3. με συγκεκριμένες φράσεις, όπως: in the past, in the future, every once in a while κ.λπ.
  1. Dad was abruptly woken up in the night by a loud scream. - Ο μπαμπάς ξύπνησε απότομα μέσα στη νύχτα από μία ισχυρή κραυγή. (κατά τη διάρκεια εκείνης της συγκεκριμένης νύχτας)
  2. In two months' time, Isaiah will be graduating. - Σε δύο μήνες, ο Ησαΐας θα αποφοιτήσει.
  3. Every once in a while, he goes on business trips. - Μια στο τόσο / Περιστασιακά πηγαίνει σε επαγγελματικά ταξίδια.
on
  1. με ημερομηνίες
  2. με ημέρες (ή με τμήματα της ημέρας όταν αναφέρεται μαζί η ημέρα)
  3. με το: on the weekend[1]
  1. Tomas has an interview on September 16th. - Ο Τόμας έχει μία συνέντευξη στις 16 Σεπτεμβρίου.
  2. I'm throwing a party on Friday / Friday evening. - Διοργανώνω ένα πάρτι την Παρασκευή / το απόγευμα της Παρασκευής.
  3. What do you usually do on the weekends? - Τι κάνεις συνήθως τα Σαββατοκύριακα;
by + ουσιαστικό ή συγκεκριμένη ώρα / ημερομηνία
  1. με τη σημασία: πριν από
  2. με τη σημασία: μέχρι, έως
  1. Make sure you're home by ten. - Βεβαιώσου ότι είσαι σπίτι πριν τις δέκα.
  2. By June 15th, the exams will be over. - Μέχρι τις 15 Ιουνίου οι εξετάσεις θα έχουν τελειώσει.

during + ουσιαστικό

while + υποκείμενο + ρήμα
  • για μία χρονική περίοδο όταν μία ενέργεια συνέβη
  • They had an opportunity to talk during breakfast. - Είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν κατά τη διάρκεια του πρωινού.
  • They had an opportunity to talk while they were having breakfast. - Είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν καθώς έτρωγαν πρωινό.
by the time + υποκείμενο + ρήμα
  • με τη σημασία: ώσπου, μέχρι τη στιγμή, ως την ώρα που θα γίνει κάτι, κάτι άλλο θα έχει γίνει εκ των προτέρων
  • By the time you arrive home, it'll be dark. - Ώσπου να φτάσεις σπίτι, θα έχει σκοτεινιάσει.
until / till
  • για μία δραστηριότητα που συνεχίζει έως ένα σημείο και ύστερα σταματά: έως, μέχρι
  • The stop is open until / till 9pm. - Το κατάστημα είναι ανοιχτό έως τις 9μμ.
not … until
  • με τη σημασία: δε(ν) … ωσότου, μέχρι (που) να
  • I will not leave until you apologise to me. - Δε θα φύγω μέχρι να μου ζητήσεις συγγνώμη.

from … to

from … through (ΗΠΑ)
  • η αρχή και το τέλος μίας χρονικής περιόδου: από … μέχρι / έως
  • The coupon is available from Tuesday to Sunday. - Το κουπόνι είναι διαθέσιμο από την Τρίτη έως την Κυριακή.
  • My cousin lived in Australia from 2009 through 2015. - Η ξαδέρφη μου ζούσε στην Αυστραλία από το 2009 έως το 2015.
between
  • για μία δραστηριότητα κατά τη διάρκεια μίας χρονικής περιόδου: μεταξύ
  • The shopping centre is quite crowded between 4pm and 10pm. - Το εμπορικό κέντρο είναι αρκετά συνωστισμένο μεταξύ 4μμ και 10μμ.

in the beginning

in the end
  • χρησιμοποιούνται πριν από υποκείμενο + ρήμα
  • In the beginning I was surprised by his magic tricks. - Στην αρχή έμεινα έκπληκτος από τα μαγικά του κόλπα.
  • Jenny was going to jog, but in the end she cycled. - Η Τζένη επρόκειτο να κάνει τζόκινγκ, αλλά στο τέλος έκανε ποδήλατο.

at the beginning of

at the end of
  • χρησιμοποιούνται πριν από ουσιαστικό
  • At the beginning of the lesson, the teacher asked the students to turn in their homework. - Στην αρχή του μαθήματος, ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να παραδώσουν τις εργασίες τους.
  • The winners of the competition will be announced at the end of the week. - Οι νικητές του διαγωνισμού θα ανακοινωθούν στο τέλος της εβδομάδας.

at first

at last[2]
  • στην αρχή μίας χρονικής περιόδου: στην αρχή, αρχικά
  • αφού έχει περάσει πολύς καιρός: στο τέλος, τελικά
  • At first the film seemed exciting, but it turned out to be very boring. - Στην αρχή η ταινία φαινόταν συναρπαστική, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ βαρετή.
  • It was a long trip, but at last we arrived in Athens. - Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, αλλά στο τέλος φτάσαμε στην Αθήνα.

in time

on time
  • που έγινε εγκαίρως, πιο νωρίς, μέσα στη χρονική διορία
  • που έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή που είχε προγραμματιστεί, που είχε οριστεί
συνήθως συναντώνται με το «just» ή το «right»
  • We got to the airport in time to catch our flight. - Φτάσαμε στο αεροδρόμιο έγκαιρα για να προλάβουμε την πτήση μας.
  • You should start getting ready for your interview. You must be on time! - Θα πρέπει να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι για τη συνέντευξή σου. Πρέπει να είσαι στην ώρα σου!

Προθέσεις τόπου[επεξεργασία]

Λέξεις / Φράσεις με πρόθεση[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Οι όροι με πολλές προθέσεις δε θα συμπεριληφθούν στη λίστα με τις αντίστοιχες προθέσεις τους, ώστε να αποφευχθούν παρερμηνείες. Ενδέχεται να υπάρχουν παρατηρήσεις σε κάποιους όρους.
  • Ίσως υπάρξουν και μερικά παραδείγματα, π.χ. αριθμοί, για να είναι πιο κατανοητά.
με πολλές προθέσεις[επεξεργασία]
2+ προθέσεις
arrive at/in[3]
about[επεξεργασία]
about
enthusiastic, excited etc. about
give information about
know about
read about
speak about something
worry about
write about


across[επεξεργασία]
across
after[επεξεργασία]
after
against[επεξεργασία]
against
as[επεξεργασία]
as
at[επεξεργασία]

→ δείτε το και στις προθέσεις χρόνου & τόπου

at
by[επεξεργασία]
by
for[επεξεργασία]
for
from[επεξεργασία]
from
absent from
benefit from
borrow from
date from
discourage someone from
disqualify from
escape from
expel someone or something from
prevent someone from
protect someone from
recover from
retire from
steal from
stop someone from
suffer from
in[επεξεργασία]
in
into[επεξεργασία]
into
of[επεξεργασία]
of
off[επεξεργασία]
off
on[επεξεργασία]
on
out[επεξεργασία]
out
over[επεξεργασία]
over
to[επεξεργασία]
to
able to
accustomed to
addicted to
allergic to
an alternative to
attached to
attracted to
compared to
confess to
connected to
entitled to
exposed to
harmful to
have the right to
identical to
lead to
listen to
have a(n) / the opportunity, chance etc. to
opposition to
pay attention to
prepared to
ready to
refer to
sentence someone to
speak to someone
thanks to
under[επεξεργασία]
under
until / till[επεξεργασία]
untill / till
with[επεξεργασία]
with
without[επεξεργασία]
without

Παρατηρήσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 με βρετανική γραφή: «at the weekend», ενώ με αμερικανική γραφή: «on the weekend»
  2. Εκτός από αυτήν την περίπτωση, γενικά δε χρησιμοποιούμε τα: at / in / on με το «last» και το «next».
    Last summer, I spent a week on Santorini. - Το προηγούμενο / περασμένο καλοκαίρι πέρασα μία εβδομάδα στη Σαντορίνη.
    Where are you planning to go next summer? - Πού σκοπεύεις να πας το επόμενο καλοκαίρι;
  3. «arrive at» για κτίρια, μέρη / τμήματα κτιρίων, ενώ «arrive in» γενικώς για πόλεις, χώρες κ.λπ. ΑΛΛΑ: arrive home, arrive early/late, arrive tomorrow/today/yesterday. Χρησιμοποιείται, επίσης, σε διάφορους ιδιωτισμούς με εξαιρέσεις.